Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Τα "γήπεδα" στο Μικρό Παρίσι των Αθηνών.

Μέσα στις επόμενες μέρες, από τις 9 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου θα γίνει στην γειτονιά μας το 1ο Φεστιβάλ Μικρό Παρίσι των Αθήνών. Μια σειρά από καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, παραστάσεις, προβολές, συναυλίες, εκθέσεις κ.λπ. εντοπισμένες στην ιστορική αυτή συνοικία του κέντρου της πόλης που βαφτίστηκε "Μικρό Παρίσι" μια και εδώ όσο πουθενά αλλού στην Αθήνα υπάρχουν τόσοι πολλοί δρόμοι με γαλλικά ονόματα. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αυτή την ευκαιρία.


Τα «γήπεδα» στο Μικρό Παρίσι των Αθηνών.

 

του Νίκου Γ. Λεμονή

 

Στη γειτονιά μας δεν υπήρχε, δεν υπάρχει ακόμα και πιθανότατα δεν θα υπάρξει και στο μέλλον ποδοσφαιρικό γήπεδο. Αυτή ακριβώς η έλλειψη του πραγματικού μας έκανε να επινοήσουμε πολλά υποκατάστατα. Έτσι το γήπεδο των παιδικών μας χρόνων υπήρξε μια πολύ ελαστική έννοια. Έπαιρνε το σχήμα και τις διαστάσεις που του δίναμε κι ας ήταν κάθε φορά διαφορετικές. Τόσο που με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν υπήρχε χώρος έστω και κατ’ ελάχιστο διαθέσιμος που να μην είχε χρησιμοποιηθεί για τους αγώνες μας.

Μας ήταν αδιάφορο αν το γήπεδο ποδοσφαίρου έχει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα και λίγο-πολύ κάποιες προκαθορισμένες διαστάσεις. Άλλωστε το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα παιχνίδια που έχει συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι το στήνεις σχεδόν παντού, με οποιονδήποτε αριθμό συμμετεχόντων, με σκοπό το γκολ ή χωρίς αυτό, με τέρματα ή χωρίς τέρματα, με μπάλα κανονική ή με ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να την αντικαταστήσει.

Έτσι και τα «γήπεδα» της γειτονιάς μας. Υπήρξαν χώροι αυτοσχέδιοι, χώροι στους οποίους κατά κανόνα αλλάζαμε χρήση, τόσο που θα τρόμαζαν οι πολεοδόμοι που καθορίζουν τις χρήσεις γης στην πόλη.

Υπήρχαν γήπεδα για τα μικρότερα παιδιά και για ολιγομελείς παρέες. Αυτά απευθύνονταν κυρίως σε μαθητές του Δημοτικού, μικρούς μεν αλλά σε ηλικία τέτοια που να έχουμε κατακτήσει μια μερική έστω αυτονομία από το σπίτι μας, όντας αρκετά μεγάλοι για να μας επιτρέπεται να παίζουμε μόνοι μας χωρίς την άμεση επίβλεψη γονιών και κηδεμόνων, αλλά και αρκετά μικροί για να μην έχουμε το «ηθικό» δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τα μεγαλύτερα «γήπεδα» των παιδιών του γυμνασίου.

Κάθε ολιγοσύχναστος δρόμος της γειτονιάς αποτελούσε ένα εν δυνάμει μικρό γήπεδο. Η ιστορική οδός Ηλίου, ο τελευταίος χωματόδρομος της γειτονιάς μας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80,  στο κομμάτι της ανάμεσα στην Ψαρών και την Ακομινάτου. Οι μικρές στοές που σχηματίζονταν από τις κολώνες στις εισόδους των πολυκατοικιών της οδού Φαβιέρου, του παρ’ ολίγον βουλεβάρτου των Αθηνών. Η πλατεία στο «Βουναλάκι», απέναντι από το Σταθμό Λαρίσης. Η οδός Νικομηδείας, ειδικά στη διασταύρωσή της με την Ψαρών. Εδώ υπήρχε και το καφενείο «Η Ρούμελη» του οποίου οι θαμώνες, ειδικώς όταν έπαιζαν χαρτιά, ενοχλούντο απ’ τις φωνές μας,  μας κυνηγούσαν απηνώς και διέκοπταν τους αγώνες μας. Η εκδίκηση όμως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο: παίρναμε χαρτοπετσέτες, τις βρέχαμε καλά και τις εκσφενδονίζαμε να κολλήσουν ψηλά στην τζαμαρία του καφενείου. Φαίνεται απλό, αλλά αν δεν προβλέψεις να τις βγάλεις αμέσως, όταν ξεραθούν μένουν και αφήνουν σημάδια πάνω στο τζάμι. Έτσι τις περιόδους –κυρίως κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα- που γινόταν γενική καθαριότητα στο κατάστημα- έπρεπε να βγάλεις τα νύχια σου για να καθαρίσεις. Τα παιδιά έχουν δημιουργικότητα, και στο καλό και στο κακό καμμιά φορά…

Βέβαια το σπουδαιότερο και επισημότερο μικρό γήπεδο της περιοχής μας, ήταν η ανατολική πλευρά της Πλατείας του Αγίου Παύλου, πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Αγωνιστικός χώρος καταξιωμένος ακόμα και στη συνείδηση των μεγαλυτέρων παιδιών που ενίοτε συνέχιζαν να τον χρησιμοποιούν προς απογοήτευσή μας, καθώς δεν μπορούσαμε να τον έχουμε πάντα στην διάθεσή μας. Χώρος που όντας απαλλαγμένος  από την κίνηση αυτοκινήτων μας έδινε μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς οι γονείς μας, ανησυχώντας λιγότερο μας άφηναν περισσότερη ώρα στην ησυχία μας.

Σιγά – σιγά όμως, με το πλήρωμα του χρόνου, αφού είχες μάθει τα μυστικά της στρογγυλής θεάς, αφού είχες γράψει τη δική σου ιστορία στα μικρά γήπεδα της συνοικίας και κυρίως αφού είχες μεγαλώσει αρκετά όντας πλέον γυμνασιόπαις, έφτανε η στιγμή να διαπρέψεις και στους μεγάλους αγωνιστικούς χώρους. Στο «Μαρακανά», το «Μπερναμπέου» και το «Γουέμπλεϊ» της γειτονιάς μας.

Πρώτος και αναμφισβήτητα εκείνος που χρησιμοποιούσαμε περισσότερο ήταν φυσικά το εμπρός μέρος της πλατείας του Αγίου Παύλου. Στην αρχή διαμορφωμένος με τέτοιον τρόπο που να προσφέρεται σχεδόν ιδανικά για ποδοσφαιρικό γήπεδο, με μόνο τέσσερα κόκκινα παγκάκια, δύο στη βόρεια και δύο στη νότια πλευρά της πλατείας. Η απόσταση ανάμεσα στο ένα και στο άλλο παγκάκι της κάθε πλευράς ήταν τέτοια που οριοθετούσε επακριβώς δύο τέρματα, ένα πάνω προς την οδό Κρήτης και ένα κάτω προς την Αγίου Παύλου, σχηματίζοντας  άριστα τον αγωνιστικό μας χώρο. Τα κόκκινα παγκάκια εκτός από την θέση τους είχαν και ακόμη ένα ανεκτίμητο προσόν: ήταν ξύλινα, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα κι αν κατέληγε πάνω τους ο πιο ριψοκίνδυνος τερματοφύλακας, ο πιο ανεξέλεγκτος επιθετικός ή ο αμυντικός με την μέγιστη τάση αυτοθυσίας, οι πιθανότητες να χτυπήσει σοβαρά ήταν ελάχιστες.

Δυστυχώς δεν ίσχυε το ίδιο για τα πράσινα μεταλλικά παγκάκια που λίγα χρόνια αργότερα τοποθετήθηκαν διασκορπισμένα στον χώρο της πλατείας. Αυτά όχι μόνο ήταν σαφώς επικινδυνότερα για το παιχνίδι μας, αλλά ακύρωναν και την υπέροχη για ποδοσφαιρικό γήπεδο τοπογραφία των προκατόχων τους. Τα πράσινα παγκάκια ήταν πολλά, εφτά ή οκτώ στον αριθμό αν θυμάμαι καλά, μπορεί και παραπάνω. Τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο που λες και εκείνος που τα μηχανεύτηκε το έκανε για να μας εμποδίσει να παίζουμε ποδόσφαιρο. Απέτυχε. Πάλι βρήκαμε τρόπο, έστω λίγο λοξά και λιγότερο ορθόδοξα να μετατρέψουμε την πλατεία σε γήπεδο. Ακόμα κι αν γι αυτό χρειαζόταν ενίοτε να ντριμπλάρουμε και όποιο παγκάκι βρισκόταν στο δρόμο μας. Έτσι οι μπάλες των αγώνων μας συνέχιζαν να κατάσχονται από τους ιερείς όταν μια στραβοκλωτσιά τύχαινε να τις στείλει να καταλήξουν εντός του ναού σε ώρα λειτουργίας ή να σφαγιάζονται κυριολεκτικώς στον πάγκο του απέναντι χασάπη , όταν ένα ισχυρό σουτ τις έστελνε στο μαγαζί του ή στις τζαμαρίες των παρακείμενων καταστημάτων…

Παρά ταύτα αν και σε τόσο αντίξοες συνθήκες η πλατεία έμεινε το πιο πολυχρησιμοποιημένο γήπεδο της γειτονιάς. Εκεί αναπτύξαμε ειδικές ποδοσφαιρικές τεχνικές, όπως η προσποίηση με τη βοήθεια της σπόντας στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών της εκκλησίας, εκεί προσπαθούσαμε να παίξουμε σχεδόν σαν πάνω σε παγοδρόμιο όταν τα πλακάκια της πλατείας γλιστρούσαν απίστευτα από τα πεσμένα κεριά της μέρες της Μεγάλης Βδομάδας, εκεί δίναμε ομηρικές ποδοσφαιρικές μάχες με τα παιδιά από τις δίπλα γειτονιές, τον Άγιο Παντελεήμονα ή τον Κολωνό.

 

Άλλο σπουδαίο γήπεδο της περιοχής υπήρξε η θρυλική έδρα της ακόμα θρυλικότερης «Αστραπής Αγίου Παύλου» της ομάδας των πρωτοεφηβικών μας χρόνων. Στο υπαίθριο parking της οδού Μαιζώνος, λίγα μέτρα από την Πλατεία Βάθη, ανάμεσα στις οδούς Σωνιέρου και Ακομινάτου, πίσω από το 51ο Δημοτικό Σχολείο.

Η επιχείρηση λειτουργούσε μόνο τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, έτσι τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, όταν ο χώρος άδειαζε από αυτοκίνητα και έμενε ελεύθερος, μετατρεπόταν σε ιδανικό χωμάτινο γήπεδο, θέατρο τιτανομαχιών ανάμεσα στην «Αστραπή», τη «Φόρεστ», τον «Κεραυνό» και τους άλλους αυτοσχέδιους συλλόγους μας.

Ο θερινός κινηματογράφος Αλκαζάρ, στην οδό Δηληγιάννη γωνία με Ψηλορείτη  υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά οδόσημα της πόλης. Χώρος συμβολικός και ταυτισμένος με την περιοχή του Μεταξουργείου, του Σταθμού Λαρίσης και της Πλατείας Βάθη. Μαζί με τη Βικτώρια το άλλο, λίγο πιο δίπλα, θερινό σινεμά και τα τριγύρω θέατρα όπως το Βέμπο ή το Περοκέ, συνέθεταν έναν από τους σημαντικότερους καλλιτεχνικούς κόμβους της Αθήνας. 

Κάποτε τα θερινά σινεμά έκλεισαν, αλλά το Αλκαζάρ, φροντίσαμε να το αξιοποιήσουμε μετατρέποντάς το σε γήπεδο. Μπαίναμε έρποντες κάτω από τη σιδερένια καγκελόπορτα και στήναμε ένα υπέροχο δίτερμα στο χώρο της πλατείας του πρώην κινηματογράφου μέχρι να βγουν οι γείτονες στο παράθυρο του όμορφου διπλανού νεοκλασικού και να μας κυνηγήσουν που τους χαλούσαμε τη μεσημεριανή ραστώνη. 

Τέλος υπήρχε η Πλατεία Καραϊσκάκη. Κάτι σαν το Γουέμπλεϊ της γειτονιάς μας. Το απόλυτο γήπεδο, που το χρησιμοποιούσαμε μόνο για τους μεγάλους τελικούς των παιδικών μας Κυπέλλων. Κι αυτό γιατί είχε κάτι δυσεύρετο που κανένα άλλο από τα γήπεδα μας δεν διέθετε: χλόη, γκαζόν, δηλαδή στην ουσία λίγο φαγωμένο χόρτο, που στα μάτια μας φάνταζε σαν ο εξαιρετικότερος χλοοτάπητας του πλανήτη. Τι κι αν περιστοιχιζόταν από ένα κυκλικό κόμβο με ανέκαθεν αυξημένη κίνηση αυτοκινήτων, τι κι αν ανάμεσα στις ρόδες τους τέλειωνε η ζωή της πανάκριβης μπάλας που όλοι μας είχαμε συνεισφέρει ρεφενέ για να την αγοράσουμε. Παίζοντας εκεί στην Πλατεία Καραϊσκάκη και στα υπόλοιπα γήπεδα της γειτονιάς μας, ζήσαμε αυτό που είπε κάποτε ένας μεγάλος τερματοφύλακας: «…εκείνα που με μεγαλύτερη βεβαιότητα γνωρίζω γύρω από την ηθική και το καθήκον, τα έμαθα απ’ το ποδόσφαιρο…». Τον έλεγαν Αλμπέρ Καμύ…

 

3 σχόλια:

  1. τελεια αναφορα για το παρελθον και τα υπεροχα παιδικα μας χρονια....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΘΕ ΒΔΟΜΑΔΑ ΕΣΠΑΓΑ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΤΟΥ ΚΟΚΟΒΙΟΥ, ΕΒΓΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΡΗΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παυλος Βασιλείου Τσαφος19 Μαρτίου 2021 στις 11:48 π.μ.

    Μικρός έπαιζα μπάλα στην πλατεία μπροστά από τον Άγιο Παυλο. Ακόμα θυμάμαι πως ό ιδιοκτήτης της Εβγα μάς επερνε τίς μπάλες. Ή πώς τζαρτζαρηζα τόν Ρελη παίχτη αργότερα της ΑΕΚ.Μεγαλος τερματοφύλακας ανάμεσα σε δύο ανεμικα δεντρακια Επεφτα στα πλακάκια και δεν χτυπαγα . Αίλουρος 52 χρόνια πριν.Παυλος ο χιπυς.Νασται καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή