Οι αρμάδες του σοβιετικού
θαύματος, το πνεύμα του «ελεύθερου κόσμου»
και οι brigate rossonere
του Δημ. Ναπ. Γιαννάτου
Στη μικρή … «εκκλησία του δήμου» της πλατείας του Αγίου Παύλου,
κάθε ποδοσφαιρική ή αθλητική κουβέντα, λοξοδρομούσε συχνά σε πολιτικά
μονοπάτια. Όμως και τα λόγια που ξεπηδούσαν μέσα από πολιτικές ή ιδεολογικές
αναζητήσεις επί παντός επιστητού, συχνά δένονταν με μια εναλλακτική
ποδοσφαιροκουβέντα. Η αγωνία για το μέλλον μας, η κριτική στην καθημερινότητα, η
αναζήτηση, το μοίρασμα νέων εμπειριών και ειδήσεων, το σχολείο, μπερδεύονταν
γλυκά ή φανατικά με ιστορίες, με ένα σωρό ιστορίες.
Από το ένδοξο παρελθόν της συνοικίας, τον … Άσιμο, τον Σαββόπουλο,
τα λαϊκά άσματα και τα πολιτικά
κινήματα, μέχρι την τέχνη, την θρησκεία και τον …Σεργκέι Μπούμκα, τα πηγαδάκια
της πλατείας γέμιζαν τα σύντομα χειμωνιάτικα βράδια και τις ατέλειωτες ώρες της
καλοκαιρινής ραστώνης. Συχνά μια ασυνείδητη, αλλά σίγουρα ορατή, λεκτική …ταξική
πάλη, διαπερνούσε τις λογομαχίες μας για τον αθλητισμό. Λογομαχίες, με χειμαρρώδη
επιχειρήματα και έξυπνα πειράγματα, που αποτελούσαν μορφές ενός λαϊκού πολιτισμού της συνοικίας. Μιας
συνοικίας, που περισσότερο οι ιδεολογικές καταβολές των οικογενειών, παρά η
οριακή οικονομική διαφοροποίηση ανάμεσά τους, επηρέαζαν την υποστήριξη των «δεξιών»,
«αριστερών» ή «αναρχικών» αθλητών ή χωρών.
Οι ποδοσφαιρικά
«δεξιοί», λοιδορούσαν το τυποποιημένο ποδόσφαιρο των Ανατολικών χωρών, έστω κι
αν πολλές φορές παραδέχονταν το ταλέντο των αντιπάλων. Γι’αυτούς οι δυτικές
ομάδες, ανέπνεαν τον αέρα της ελευθερίας και του αυτοσχεδιασμού, της ανάπτυξης
και των αμέτρητων τίτλων, των μεγάλων γηπέδων του «ελεύθερου κόσμου», της
ατομικής ανέλιξης και της αστραφτερής επαγγελματικής ομαδικότητας. Οι
μεταγραφές ήταν ελεύθερη συναλλαγή και όχι εντολή πολιτικού κομισάριου, ενώ
ταυτόχρονα εκπλήρωναν τα παιδικά όνειρα των λαϊκών αγοριών που έψαχναν χρήμα,
γκόμενες και καταξίωση.
Το
ποδόσφαιρο, σε πολλούς «δεξιούς» φίλους μας δεν ήταν «δεξιό» ή «αριστερό», αλλά
σίγουρα λαϊκό, γεννιόταν δηλαδή μέσα από την κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου για
παιγνίδι, δράση και έρωτα, στις γειτονιές όλου του κόσμου. Όμως, η ανάδειξη του κάθε ποδοσφαιριστή,
συνδεόταν ασυνείδητα, μόνο με καθεστώς «ελεύθερης» αγοράς και κερδοσκοπικής
οικονομίας, που μόνο η Δύση μπορούσε να προσφέρει. Το τερπνόν μετά του
ωφελίμου, κατά μια έννοια.
Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς,
έδωσε μάχη να καταργήσει τον «στρατιωτικό»
χαρακτήρα της προετοιμασία της ομάδας, πριν το παιχνίδι. Προπόνηση,
ξενοδοχείο και οργανωμένη κλεισούρα: …"Ήταν περίπλοκο. Υπήρχε ένας
φόβος που παραμένει ακόμη και σήμερα, ότι χωρίς όλα αυτά, χωρίς την συγκέντρωση
όπως λέγεται, οι παίκτες νιώθουν εκτεθειμένοι. Αλλά από ιδεολογικής πλευράς όλα
αυτά γίνονται για να υποβαθμιστεί το κύρος του ατόμου. Είναι σα να σου λένε
"δεν αξίζεις δεκάρα, είσαι ανεύθυνος. Χρειάζεσαι τη φυλακή". Είναι
βλακώδες. Ο ποδοσφαιριστής παίζει καλά, όταν νιώθει καλά. Και που νιώθεις
καλύτερα, από το ίδιο σου το σπίτι;" (συνέντευξη Σώκρατες, στον Αλεξ
Μπέλος, συγγραφέα του βιβλίου "Futebol". Ο Σώκρατες, θαύμαζε τον Τσε και τον Λένον, ενώ
συγκρουόταν ανοικτά με τον Πελέ, συμβιβασμένο άσσο του πολιτικού και αθλητικού
κατεστημένου της χώρας, σκορπίζοντας χαμόγελα δικαίωσης στους ευρωπαίους
αντι-βραζιλιάνους της μικρής μας πλατείας.
Η
φιλική αντιπαράθεση, πλημμύριζε και άλλα αθλήματα. Οι Ολυμπιάδες ήταν ο
κατ’εξοχήν τόπος που η αθλητική «ταξική» πάλη φούντωνε ιδιαίτερα. Οι
υπερ-άνθρωποι μαύροι και λευκοί αθλητές των Ηνωμένων Πολιτειών, σάρωναν τα
πάντα: δημοσιότητα, διαφημίσεις, κέρδη. Ένας καταπιεσμένος θαυμασμός, μπέρδευε
προς στιγμήν τους «αριστερούς» μας. Πώς να χαρίσεις άλλωστε τον Τζέσσε Όουενς
στον δυτικό καπιταλισμό, όταν ήταν ο πρώτος αφροαμερικανός αθλητής που
σάρωσε όλα τα χρυσά στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου και ανέτρεψε
στην πράξη, τον φασισμό και τα περί Αρείας φυλής. Έπειτα, ήταν και οι αμερικανοί δρομείς Τόμι Σμιθ
και Τζον Κάρλος που ύψωσαν τις γροθιές τους, στο χαιρετισμό των Μαύρων Πανθήρων, επάνω στο βάθρο, στους
Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού. Όμως αυτοί, ήταν εξαιρέσεις. Κατά βάση η Δύση,
σάρωνε τα μετάλλια, τους τίτλους και τα κέρδη, καταπιέζοντας τους λαϊκούς
αγωνιστές των σοβιετικών και άλλων δημοκρατιών, λόγω υλικού πλούτου,
διπλωματίας, υποδομών
και
…ντόπινγκ. Το ντόπινγκ, ήταν μια περίεργη υπόθεση καθώς όλοι, θεωρούσαν
…επιστημονική τη δουλειά των Δυτικών, αλλά ακόμα και οι «αριστεροί» φίλοι –
πέρα από την …προπαγάνδα του κίτρινου αστικού τύπου- βαθιά μέσα τους, γνώριζαν
τα αντίστοιχα βιολογικά εργαστήρια του Ανατολικού μπλοκ, μειώνοντας απλά την
επιρροή τους σε …οριακές περιπτώσεις αθλητών.
Οι, συνήθως πιο προχωρημένοι, αναρχικοί συμμαθητές και γείτονες,
καθώς και τα …φρικιά της συνοικίας, την είχαν ψυλλιαστεί τη δουλειά και μας
άνοιξαν τα μάτια: «Ίδια είναι τα
αναβολικά: δεξιά κι αριστερά»!.
Οι ατάκες, απίθανες, τα πειράγματα ασταμάτητα, αλλά κορυφαίος
αθλητής για τους αντιδυτικούς ο Σεργκέι
Μπούμκα, για τον οποίον σταματούσαν
οι… πτήσεις των αεροπλάνων (των δυτικών βέβαια) για να μην τα ρίξει, όταν
απογειωνόταν, στις αξέχαστες εκείνες δεκαετίες της καριέρας του. Το αντίπαλον
δέος ο Κάρλ Λιούις, ο υπεραθλητής, «ο αθλητής του αιώνα», σύμφωνα με τη
Διεθνή Ολυμπιακή επιτροπή, που μόνο σε συνθήκες δυτικού ανταγωνισμού θα
μπορούσε να αναδειχτεί, αλλιώς θα χανόταν ως μια ξεπεσμένη αθλητική μειονότητα
του ισοπεδωτικού κολεκτιβισμού του παραπετάσματος.
Οι εικόνες και τα λόγια στη συνοικία του Αγίου Παύλου ατελείωτα. Ο
ορισμός της λαϊκής κοινότητας και της συνύπαρξης. Μια αστική συνοικία του
κέντρου της Αθήνας, με ιστορικό βάθος, πότε στα πάνω της, πότε ξεπεσμένη και
υποβαθμισμένη, σίγουρα αυθεντική στις αφηγήσεις της.
συνεχίζεται…
Στο επόμενο: «Οι
ασυμβίβαστοι: λαϊκοί κι αυθόρμητοι, άσωτοι κι αλάνια»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου