Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Τα "γήπεδα" στο Μικρό Παρίσι των Αθηνών.

Μέσα στις επόμενες μέρες, από τις 9 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου θα γίνει στην γειτονιά μας το 1ο Φεστιβάλ Μικρό Παρίσι των Αθήνών. Μια σειρά από καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, παραστάσεις, προβολές, συναυλίες, εκθέσεις κ.λπ. εντοπισμένες στην ιστορική αυτή συνοικία του κέντρου της πόλης που βαφτίστηκε "Μικρό Παρίσι" μια και εδώ όσο πουθενά αλλού στην Αθήνα υπάρχουν τόσοι πολλοί δρόμοι με γαλλικά ονόματα. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αυτή την ευκαιρία.


Τα «γήπεδα» στο Μικρό Παρίσι των Αθηνών.

 

του Νίκου Γ. Λεμονή

 

Στη γειτονιά μας δεν υπήρχε, δεν υπάρχει ακόμα και πιθανότατα δεν θα υπάρξει και στο μέλλον ποδοσφαιρικό γήπεδο. Αυτή ακριβώς η έλλειψη του πραγματικού μας έκανε να επινοήσουμε πολλά υποκατάστατα. Έτσι το γήπεδο των παιδικών μας χρόνων υπήρξε μια πολύ ελαστική έννοια. Έπαιρνε το σχήμα και τις διαστάσεις που του δίναμε κι ας ήταν κάθε φορά διαφορετικές. Τόσο που με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν υπήρχε χώρος έστω και κατ’ ελάχιστο διαθέσιμος που να μην είχε χρησιμοποιηθεί για τους αγώνες μας.

Μας ήταν αδιάφορο αν το γήπεδο ποδοσφαίρου έχει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα και λίγο-πολύ κάποιες προκαθορισμένες διαστάσεις. Άλλωστε το ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα παιχνίδια που έχει συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι το στήνεις σχεδόν παντού, με οποιονδήποτε αριθμό συμμετεχόντων, με σκοπό το γκολ ή χωρίς αυτό, με τέρματα ή χωρίς τέρματα, με μπάλα κανονική ή με ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να την αντικαταστήσει.

Έτσι και τα «γήπεδα» της γειτονιάς μας. Υπήρξαν χώροι αυτοσχέδιοι, χώροι στους οποίους κατά κανόνα αλλάζαμε χρήση, τόσο που θα τρόμαζαν οι πολεοδόμοι που καθορίζουν τις χρήσεις γης στην πόλη.

Υπήρχαν γήπεδα για τα μικρότερα παιδιά και για ολιγομελείς παρέες. Αυτά απευθύνονταν κυρίως σε μαθητές του Δημοτικού, μικρούς μεν αλλά σε ηλικία τέτοια που να έχουμε κατακτήσει μια μερική έστω αυτονομία από το σπίτι μας, όντας αρκετά μεγάλοι για να μας επιτρέπεται να παίζουμε μόνοι μας χωρίς την άμεση επίβλεψη γονιών και κηδεμόνων, αλλά και αρκετά μικροί για να μην έχουμε το «ηθικό» δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τα μεγαλύτερα «γήπεδα» των παιδιών του γυμνασίου.

Κάθε ολιγοσύχναστος δρόμος της γειτονιάς αποτελούσε ένα εν δυνάμει μικρό γήπεδο. Η ιστορική οδός Ηλίου, ο τελευταίος χωματόδρομος της γειτονιάς μας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80,  στο κομμάτι της ανάμεσα στην Ψαρών και την Ακομινάτου. Οι μικρές στοές που σχηματίζονταν από τις κολώνες στις εισόδους των πολυκατοικιών της οδού Φαβιέρου, του παρ’ ολίγον βουλεβάρτου των Αθηνών. Η πλατεία στο «Βουναλάκι», απέναντι από το Σταθμό Λαρίσης. Η οδός Νικομηδείας, ειδικά στη διασταύρωσή της με την Ψαρών. Εδώ υπήρχε και το καφενείο «Η Ρούμελη» του οποίου οι θαμώνες, ειδικώς όταν έπαιζαν χαρτιά, ενοχλούντο απ’ τις φωνές μας,  μας κυνηγούσαν απηνώς και διέκοπταν τους αγώνες μας. Η εκδίκηση όμως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο: παίρναμε χαρτοπετσέτες, τις βρέχαμε καλά και τις εκσφενδονίζαμε να κολλήσουν ψηλά στην τζαμαρία του καφενείου. Φαίνεται απλό, αλλά αν δεν προβλέψεις να τις βγάλεις αμέσως, όταν ξεραθούν μένουν και αφήνουν σημάδια πάνω στο τζάμι. Έτσι τις περιόδους –κυρίως κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα- που γινόταν γενική καθαριότητα στο κατάστημα- έπρεπε να βγάλεις τα νύχια σου για να καθαρίσεις. Τα παιδιά έχουν δημιουργικότητα, και στο καλό και στο κακό καμμιά φορά…

Βέβαια το σπουδαιότερο και επισημότερο μικρό γήπεδο της περιοχής μας, ήταν η ανατολική πλευρά της Πλατείας του Αγίου Παύλου, πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Αγωνιστικός χώρος καταξιωμένος ακόμα και στη συνείδηση των μεγαλυτέρων παιδιών που ενίοτε συνέχιζαν να τον χρησιμοποιούν προς απογοήτευσή μας, καθώς δεν μπορούσαμε να τον έχουμε πάντα στην διάθεσή μας. Χώρος που όντας απαλλαγμένος  από την κίνηση αυτοκινήτων μας έδινε μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς οι γονείς μας, ανησυχώντας λιγότερο μας άφηναν περισσότερη ώρα στην ησυχία μας.

Σιγά – σιγά όμως, με το πλήρωμα του χρόνου, αφού είχες μάθει τα μυστικά της στρογγυλής θεάς, αφού είχες γράψει τη δική σου ιστορία στα μικρά γήπεδα της συνοικίας και κυρίως αφού είχες μεγαλώσει αρκετά όντας πλέον γυμνασιόπαις, έφτανε η στιγμή να διαπρέψεις και στους μεγάλους αγωνιστικούς χώρους. Στο «Μαρακανά», το «Μπερναμπέου» και το «Γουέμπλεϊ» της γειτονιάς μας.

Πρώτος και αναμφισβήτητα εκείνος που χρησιμοποιούσαμε περισσότερο ήταν φυσικά το εμπρός μέρος της πλατείας του Αγίου Παύλου. Στην αρχή διαμορφωμένος με τέτοιον τρόπο που να προσφέρεται σχεδόν ιδανικά για ποδοσφαιρικό γήπεδο, με μόνο τέσσερα κόκκινα παγκάκια, δύο στη βόρεια και δύο στη νότια πλευρά της πλατείας. Η απόσταση ανάμεσα στο ένα και στο άλλο παγκάκι της κάθε πλευράς ήταν τέτοια που οριοθετούσε επακριβώς δύο τέρματα, ένα πάνω προς την οδό Κρήτης και ένα κάτω προς την Αγίου Παύλου, σχηματίζοντας  άριστα τον αγωνιστικό μας χώρο. Τα κόκκινα παγκάκια εκτός από την θέση τους είχαν και ακόμη ένα ανεκτίμητο προσόν: ήταν ξύλινα, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα κι αν κατέληγε πάνω τους ο πιο ριψοκίνδυνος τερματοφύλακας, ο πιο ανεξέλεγκτος επιθετικός ή ο αμυντικός με την μέγιστη τάση αυτοθυσίας, οι πιθανότητες να χτυπήσει σοβαρά ήταν ελάχιστες.

Δυστυχώς δεν ίσχυε το ίδιο για τα πράσινα μεταλλικά παγκάκια που λίγα χρόνια αργότερα τοποθετήθηκαν διασκορπισμένα στον χώρο της πλατείας. Αυτά όχι μόνο ήταν σαφώς επικινδυνότερα για το παιχνίδι μας, αλλά ακύρωναν και την υπέροχη για ποδοσφαιρικό γήπεδο τοπογραφία των προκατόχων τους. Τα πράσινα παγκάκια ήταν πολλά, εφτά ή οκτώ στον αριθμό αν θυμάμαι καλά, μπορεί και παραπάνω. Τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο που λες και εκείνος που τα μηχανεύτηκε το έκανε για να μας εμποδίσει να παίζουμε ποδόσφαιρο. Απέτυχε. Πάλι βρήκαμε τρόπο, έστω λίγο λοξά και λιγότερο ορθόδοξα να μετατρέψουμε την πλατεία σε γήπεδο. Ακόμα κι αν γι αυτό χρειαζόταν ενίοτε να ντριμπλάρουμε και όποιο παγκάκι βρισκόταν στο δρόμο μας. Έτσι οι μπάλες των αγώνων μας συνέχιζαν να κατάσχονται από τους ιερείς όταν μια στραβοκλωτσιά τύχαινε να τις στείλει να καταλήξουν εντός του ναού σε ώρα λειτουργίας ή να σφαγιάζονται κυριολεκτικώς στον πάγκο του απέναντι χασάπη , όταν ένα ισχυρό σουτ τις έστελνε στο μαγαζί του ή στις τζαμαρίες των παρακείμενων καταστημάτων…

Παρά ταύτα αν και σε τόσο αντίξοες συνθήκες η πλατεία έμεινε το πιο πολυχρησιμοποιημένο γήπεδο της γειτονιάς. Εκεί αναπτύξαμε ειδικές ποδοσφαιρικές τεχνικές, όπως η προσποίηση με τη βοήθεια της σπόντας στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών της εκκλησίας, εκεί προσπαθούσαμε να παίξουμε σχεδόν σαν πάνω σε παγοδρόμιο όταν τα πλακάκια της πλατείας γλιστρούσαν απίστευτα από τα πεσμένα κεριά της μέρες της Μεγάλης Βδομάδας, εκεί δίναμε ομηρικές ποδοσφαιρικές μάχες με τα παιδιά από τις δίπλα γειτονιές, τον Άγιο Παντελεήμονα ή τον Κολωνό.

 

Άλλο σπουδαίο γήπεδο της περιοχής υπήρξε η θρυλική έδρα της ακόμα θρυλικότερης «Αστραπής Αγίου Παύλου» της ομάδας των πρωτοεφηβικών μας χρόνων. Στο υπαίθριο parking της οδού Μαιζώνος, λίγα μέτρα από την Πλατεία Βάθη, ανάμεσα στις οδούς Σωνιέρου και Ακομινάτου, πίσω από το 51ο Δημοτικό Σχολείο.

Η επιχείρηση λειτουργούσε μόνο τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, έτσι τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, όταν ο χώρος άδειαζε από αυτοκίνητα και έμενε ελεύθερος, μετατρεπόταν σε ιδανικό χωμάτινο γήπεδο, θέατρο τιτανομαχιών ανάμεσα στην «Αστραπή», τη «Φόρεστ», τον «Κεραυνό» και τους άλλους αυτοσχέδιους συλλόγους μας.

Ο θερινός κινηματογράφος Αλκαζάρ, στην οδό Δηληγιάννη γωνία με Ψηλορείτη  υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά οδόσημα της πόλης. Χώρος συμβολικός και ταυτισμένος με την περιοχή του Μεταξουργείου, του Σταθμού Λαρίσης και της Πλατείας Βάθη. Μαζί με τη Βικτώρια το άλλο, λίγο πιο δίπλα, θερινό σινεμά και τα τριγύρω θέατρα όπως το Βέμπο ή το Περοκέ, συνέθεταν έναν από τους σημαντικότερους καλλιτεχνικούς κόμβους της Αθήνας. 

Κάποτε τα θερινά σινεμά έκλεισαν, αλλά το Αλκαζάρ, φροντίσαμε να το αξιοποιήσουμε μετατρέποντάς το σε γήπεδο. Μπαίναμε έρποντες κάτω από τη σιδερένια καγκελόπορτα και στήναμε ένα υπέροχο δίτερμα στο χώρο της πλατείας του πρώην κινηματογράφου μέχρι να βγουν οι γείτονες στο παράθυρο του όμορφου διπλανού νεοκλασικού και να μας κυνηγήσουν που τους χαλούσαμε τη μεσημεριανή ραστώνη. 

Τέλος υπήρχε η Πλατεία Καραϊσκάκη. Κάτι σαν το Γουέμπλεϊ της γειτονιάς μας. Το απόλυτο γήπεδο, που το χρησιμοποιούσαμε μόνο για τους μεγάλους τελικούς των παιδικών μας Κυπέλλων. Κι αυτό γιατί είχε κάτι δυσεύρετο που κανένα άλλο από τα γήπεδα μας δεν διέθετε: χλόη, γκαζόν, δηλαδή στην ουσία λίγο φαγωμένο χόρτο, που στα μάτια μας φάνταζε σαν ο εξαιρετικότερος χλοοτάπητας του πλανήτη. Τι κι αν περιστοιχιζόταν από ένα κυκλικό κόμβο με ανέκαθεν αυξημένη κίνηση αυτοκινήτων, τι κι αν ανάμεσα στις ρόδες τους τέλειωνε η ζωή της πανάκριβης μπάλας που όλοι μας είχαμε συνεισφέρει ρεφενέ για να την αγοράσουμε. Παίζοντας εκεί στην Πλατεία Καραϊσκάκη και στα υπόλοιπα γήπεδα της γειτονιάς μας, ζήσαμε αυτό που είπε κάποτε ένας μεγάλος τερματοφύλακας: «…εκείνα που με μεγαλύτερη βεβαιότητα γνωρίζω γύρω από την ηθική και το καθήκον, τα έμαθα απ’ το ποδόσφαιρο…». Τον έλεγαν Αλμπέρ Καμύ…

 

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ: ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ – Δεύτερο μέρος


 

Οι αρμάδες του σοβιετικού θαύματος, το πνεύμα του «ελεύθερου κόσμου»

και οι brigate rossonere

 

του Δημ. Ναπ. Γιαννάτου

 

Στη μικρή … «εκκλησία του δήμου» της πλατείας του Αγίου Παύλου, κάθε ποδοσφαιρική ή αθλητική κουβέντα, λοξοδρομούσε συχνά σε πολιτικά μονοπάτια. Όμως και τα λόγια που ξεπηδούσαν μέσα από πολιτικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις επί παντός επιστητού, συχνά δένονταν με μια εναλλακτική ποδοσφαιροκουβέντα. Η αγωνία για το μέλλον μας, η κριτική στην καθημερινότητα, η αναζήτηση, το μοίρασμα νέων εμπειριών και ειδήσεων, το σχολείο, μπερδεύονταν γλυκά ή φανατικά με ιστορίες, με ένα σωρό ιστορίες.

Από το ένδοξο παρελθόν της συνοικίας, τον … Άσιμο, τον Σαββόπουλο, τα λαϊκά  άσματα και τα πολιτικά κινήματα, μέχρι την τέχνη, την θρησκεία και τον …Σεργκέι Μπούμκα, τα πηγαδάκια της πλατείας γέμιζαν τα σύντομα χειμωνιάτικα βράδια και τις ατέλειωτες ώρες της καλοκαιρινής ραστώνης. Συχνά μια ασυνείδητη, αλλά σίγουρα ορατή, λεκτική …ταξική πάλη, διαπερνούσε τις λογομαχίες μας για τον αθλητισμό. Λογομαχίες, με χειμαρρώδη επιχειρήματα και έξυπνα πειράγματα, που αποτελούσαν μορφές ενός λαϊκού πολιτισμού της συνοικίας. Μιας συνοικίας, που περισσότερο οι ιδεολογικές καταβολές των οικογενειών, παρά η οριακή οικονομική διαφοροποίηση ανάμεσά τους, επηρέαζαν την υποστήριξη των «δεξιών», «αριστερών» ή «αναρχικών» αθλητών ή χωρών.
 
Στον απόηχο του ιταλικού κινήματος της εργατικής αυτονομίας και των Ερυθρών Ταξιαρχιών, οι οργανώσεις των οπαδών της Μίλαν (πριν τον Μπερλουσκόνι)  με τα κοκκινόμαυρα πανό των brigate rossonere, φάνταζαν στο νου μας, ως μια μυστικιστική σύνδεση της …επανάστασης του ποδοσφαίρου με την αδήριτη προσωπική μας ανάγκη, το πολιτικό όραμα, να εμπεριέχει όλες τις πλευρές της καθημερινότητάς. Όταν μάλιστα, οι οπαδοί της Φιορεντίνα, ανάρτησαν το πανό Collettivo Autonomo Viola, ήμασταν πια σίγουροι - πως η ομάδα αυτή κέρδιζε την πρωτοκαθεδρία στο πάνθεον των «αριστερών» ποδοσφαιρικών ομάδων της Ιταλίας, δίπλα στην Λιβόρνο, την Ρόμα (που οι οπαδοί της αναρτούσαν τον Τσε Γκουεβάρα), την Μπολόνια. Οι ΑΕΚτζήδες αισθανόμασταν περηφάνια που κάτι αντίστοιχο επιχειρούσε η Original 21, στην Ελλάδα, καθώς τόνιζε τον αυτοοργανωμένο και κοινοτιστικό χαρακτήρα της, χωρίς αρχηγούς, ΔΣ και σφραγίδες. Καθότι …οργάνωση και όχι σύνδεσμός. Οι αναφορές μάλιστα του άτυπου αρχηγού της, στους μαοϊκούς αντάρτες του Περού και την αναρχοαυτόνομη αγροτική κολεκτίβα των Jethro Tull, έτρεφαν ακόμα περισσότερο τον αδιόρατο κοινωνικοπολιτικό της μύθο.

Στον αντίποδα οι «αστικές δυνάμεις» του ποδοσφαίρου εκφραζόταν, κύρια από τον Παναθηναϊκό στην Ελλάδα, αλλά και από πολλές άλλες «κυριλέ» ποδοσφαιρικές πρωταγωνίστριες: Ίντερ, Γιουβέντους, Ρεάλ, Μπάγερν, κ.α. Η δριμύτερη όμως αντιπαράθεση, έπαιρνε σάρκα και οστά στις διεθνείς αναμετρήσεις, όπου πέρα από την αντίθεση Ευρωπαίων – Λατινοαμερικάνων, υπήρχε και η «ψυχροπολεμική» αντίθεση ανάμεσα στις ομάδες του δυτικού και του ανατολικού μπλοκ. Οι ποδοσφαιριστές των κάθε είδους Δυναμό ( Κιέβου, Ζάγκρεμπ, Σόφιας, κλπ) ή Λοκομοτίβ (Λειψίας, Μόσχας, κλπ) ή των Ανατολικών Εθνικών Ομάδων, φάνταζαν στα μάτια των ποδοσφαιρικά «αριστερών», ως οι ενσαρκώσεις του ιδανικού ποδοσφαιρικού προλεταριάτου, που αγωνιζόταν για την κοινωνία του «νέου τύπου ανθρώπου», χωρίς τα υλικά της αστικής δυτικής κατανάλωσης και των αστραφτερών αξεσουάρ. Οι Δαυίδ που νικούσαν τους Γολιάθ, με το ήθος, το όραμα  και την ψυχή, αλλά και τον συγκεντρωτικό σχεδιασμό και τα ….πενταετή πλάνα των Ακαδημιών, που προγραμμάτιζαν τους αυριανούς άσους όπως ο Γιασίν, ο Μπλαχίν, ο Ντέυνα, ο, Ντασάεφ, ο Ντεμιανένκο και τόσοι άλλοι.

Οι ποδοσφαιρικά «δεξιοί», λοιδορούσαν το τυποποιημένο ποδόσφαιρο των Ανατολικών χωρών, έστω κι αν πολλές φορές παραδέχονταν το ταλέντο των αντιπάλων. Γι’αυτούς οι δυτικές ομάδες, ανέπνεαν τον αέρα της ελευθερίας και του αυτοσχεδιασμού, της ανάπτυξης και των αμέτρητων τίτλων, των μεγάλων γηπέδων του «ελεύθερου κόσμου», της ατομικής ανέλιξης και της αστραφτερής επαγγελματικής ομαδικότητας. Οι μεταγραφές ήταν ελεύθερη συναλλαγή και όχι εντολή πολιτικού κομισάριου, ενώ ταυτόχρονα εκπλήρωναν τα παιδικά όνειρα των λαϊκών αγοριών που έψαχναν χρήμα, γκόμενες και καταξίωση.

Το ποδόσφαιρο, σε πολλούς «δεξιούς» φίλους μας δεν ήταν «δεξιό» ή «αριστερό», αλλά σίγουρα λαϊκό, γεννιόταν δηλαδή μέσα από την κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου για παιγνίδι, δράση και έρωτα, στις γειτονιές όλου του κόσμου.   Όμως, η ανάδειξη του κάθε ποδοσφαιριστή, συνδεόταν ασυνείδητα, μόνο με καθεστώς «ελεύθερης» αγοράς και κερδοσκοπικής οικονομίας, που μόνο η Δύση μπορούσε να προσφέρει. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κατά μια έννοια.

 
Δυο ιδιαίτερες περιπτώσεις «αριστερών ποδοσφαιριστών»- δημοφιλών πάντως, σε όλες τις πλευρές - αξίζει να μνημονεύσουμε.  Πρώτος και καλύτερος ο θαυμαστής του Μάο Τσε Τούνγκ, Πώλ Μπράιτνερ (με το παρατσούκλι Μαοϊκός). Εν καιρώ ψυχρού πολέμου, προκλητικός με τις ακροαριστερές δηλώσεις και τα πολιτικά άρθρα του, με μαοϊκές θέσεις, σε περιοδικά της εποχής. Μαλλί αφάνα, φαβορίτα και μούσι, αλλά πάνω απ’όλα δυνατό… αριστερό, στην κυριολεξία, πόδι που ζωγράφιζε πάνω στη γραμμή.

Ακροαριστερός ήταν και ο πρόσφατα αποθανών, Βραζιλιάνος Σώκρατες, ο μόνος ίσως που εξαιρούσαν, από το αντιβραζιλιάνικο μένος τους οι φιλοευρωπαίοι φίλοι μας. Την ώρα που άλλοι έβγαζαν εκατομμύρια, ζώντας έναν βελούδινο μύθο, σπούδαζε ιατρική, δεν είχε ποτέ ατζέντη  είχε αιρετικές ιδέες, ήταν ένας κοινωνικός και πολιτικός ακτιβιστής και μέγας λάτρης του ωραίου φύλου. Φούμαρε, ενώ έδινε συνεντεύξεις Τύπου, και μιλούσε για την αρχαία ελληνική δημοκρατία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η ομάδα της καρδιάς του η Κορίνθιανς, έμεινε γνωστή για την «Δημοκρατία της Κορίνθιανς», που οργάνωσε ο Σώκρατες (μαζί με τον συμπαίκτη του Βλαντιμίρ) και αποτελεί την αρμονικότερη σύνδεση πολιτικής αυτοδιαχείρισης και ποδοσφαίρου. Η ομάδα ήταν οργανωμένη σαν σοσιαλιστικός πυρήνας, εν μέσω μιας στρατοκρατικής χούντας που κυβερνούσε τη χώρα. Οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές έπαιρναν όλες τις αποφάσεις( από το φαγητό μέχρι τη σύνθεση της ομάδας) χρησιμοποιώντας  την αρχή της πλειοψηφίας.

Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς, έδωσε μάχη να καταργήσει τον «στρατιωτικό»   χαρακτήρα της προετοιμασία της ομάδας, πριν το παιχνίδι. Προπόνηση, ξενοδοχείο και οργανωμένη κλεισούρα: …"Ήταν περίπλοκο. Υπήρχε ένας φόβος που παραμένει ακόμη και σήμερα, ότι χωρίς όλα αυτά, χωρίς την συγκέντρωση όπως λέγεται, οι παίκτες νιώθουν εκτεθειμένοι. Αλλά από ιδεολογικής πλευράς όλα αυτά γίνονται για να υποβαθμιστεί το κύρος του ατόμου. Είναι σα να σου λένε "δεν αξίζεις δεκάρα, είσαι ανεύθυνος. Χρειάζεσαι τη φυλακή". Είναι βλακώδες. Ο ποδοσφαιριστής παίζει καλά, όταν νιώθει καλά. Και που νιώθεις καλύτερα, από το ίδιο σου το σπίτι;" (συνέντευξη Σώκρατες, στον Αλεξ Μπέλος, συγγραφέα του βιβλίου "Futebol". Ο Σώκρατες, θαύμαζε τον Τσε και τον Λένον, ενώ συγκρουόταν ανοικτά με τον Πελέ, συμβιβασμένο άσσο του πολιτικού και αθλητικού κατεστημένου της χώρας, σκορπίζοντας χαμόγελα δικαίωσης στους ευρωπαίους αντι-βραζιλιάνους της μικρής μας πλατείας.

 

Η φιλική αντιπαράθεση, πλημμύριζε και άλλα αθλήματα. Οι Ολυμπιάδες ήταν ο κατ’εξοχήν τόπος που η αθλητική «ταξική» πάλη φούντωνε ιδιαίτερα. Οι υπερ-άνθρωποι μαύροι και λευκοί αθλητές των Ηνωμένων Πολιτειών, σάρωναν τα πάντα: δημοσιότητα, διαφημίσεις, κέρδη. Ένας καταπιεσμένος θαυμασμός, μπέρδευε προς στιγμήν τους «αριστερούς» μας. Πώς να χαρίσεις άλλωστε τον Τζέσσε Όουενς στον δυτικό καπιταλισμό, όταν ήταν ο πρώτος αφροαμερικανός αθλητής που σάρωσε όλα τα χρυσά στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου και ανέτρεψε στην πράξη, τον φασισμό και τα περί Αρείας φυλής. Έπειτα, ήταν και οι αμερικανοί δρομείς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος που ύψωσαν τις γροθιές τους, στο χαιρετισμό των Μαύρων Πανθήρων, επάνω στο βάθρο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στην Πόλη του Μεξικού.  Όμως αυτοί, ήταν εξαιρέσεις. Κατά βάση η Δύση, σάρωνε τα μετάλλια, τους τίτλους και τα κέρδη, καταπιέζοντας τους λαϊκούς αγωνιστές των σοβιετικών και άλλων δημοκρατιών, λόγω υλικού πλούτου, διπλωματίας, υποδομών και …ντόπινγκ. Το ντόπινγκ, ήταν μια περίεργη υπόθεση καθώς όλοι, θεωρούσαν …επιστημονική τη δουλειά των Δυτικών, αλλά ακόμα και οι «αριστεροί» φίλοι – πέρα από την …προπαγάνδα του κίτρινου αστικού τύπου- βαθιά μέσα τους, γνώριζαν τα αντίστοιχα βιολογικά εργαστήρια του Ανατολικού μπλοκ, μειώνοντας απλά την επιρροή τους σε …οριακές περιπτώσεις αθλητών.

Οι, συνήθως πιο προχωρημένοι, αναρχικοί συμμαθητές και γείτονες, καθώς και τα …φρικιά της συνοικίας, την είχαν ψυλλιαστεί τη δουλειά και μας άνοιξαν τα μάτια: «Ίδια είναι τα αναβολικά: δεξιά κι αριστερά»!.

Οι ατάκες, απίθανες, τα πειράγματα ασταμάτητα, αλλά κορυφαίος αθλητής για τους αντιδυτικούς ο Σεργκέι Μπούμκα, για τον οποίον σταματούσαν  οι… πτήσεις των αεροπλάνων (των δυτικών βέβαια) για να μην τα ρίξει, όταν απογειωνόταν, στις αξέχαστες εκείνες δεκαετίες της καριέρας του. Το αντίπαλον δέος ο Κάρλ Λιούις, ο υπεραθλητής, «ο αθλητής του αιώνα», σύμφωνα με τη Διεθνή Ολυμπιακή επιτροπή, που μόνο σε συνθήκες δυτικού ανταγωνισμού θα μπορούσε να αναδειχτεί, αλλιώς θα χανόταν ως μια ξεπεσμένη αθλητική μειονότητα του ισοπεδωτικού κολεκτιβισμού του παραπετάσματος.

 

Οι εικόνες και τα λόγια στη συνοικία του Αγίου Παύλου ατελείωτα. Ο ορισμός της λαϊκής κοινότητας και της συνύπαρξης. Μια αστική συνοικία του κέντρου της Αθήνας, με ιστορικό βάθος, πότε στα πάνω της, πότε ξεπεσμένη και υποβαθμισμένη, σίγουρα αυθεντική στις αφηγήσεις της. 

 

                                                                                                                συνεχίζεται…

Στο επόμενο: «Οι ασυμβίβαστοι: λαϊκοί κι αυθόρμητοι, άσωτοι κι αλάνια»