Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ: ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ


του Δημ. Ναπ. Γιαννάτου

Ήταν  καλοκαίρι του 1982, Δευτέρα 5 Ιουλίου, γύρω στις  επτά και δέκα, όταν ένα τσούρμο αγόρια της γειτονιάς ξεχύθηκαν στην πλατεία του Αγίου Παύλου, με ανακατεμένες σκέψεις , συναισθήματα και προετοιμασμένα επιχειρήματα στο     μυαλό … Η συνοικία, ζούσε, εδώ και μέρες, στον ρυθμό του Μουντιάλ της Ισπανίας και η καθημερινότητα, έπαιρνε το ανάλογο χρώμα.

Από το πλαϊνό μέρος της πλατείας, λοιπόν, μια στρογγυλή πέτρα - γεμάτη με …συσσωρευμένο ποδοσφαιρικό πάθος και μήνη - εκτοξεύεται προς την πλευρά των … «αντιπάλων» που φώναζαν κάτι άναρθρες κραυγές για τον Πάολο Ρόσσι, την ιταλική αλεπού των πάγκων, το … βραζιλιάνικο τσίρκο που την έπαθε, όλα αυτά μπερδεμένα με ιταλικές λέξεις και φράσεις, που  δημιουργούσαν άλλη μια σουρεαλιστική εικόνα της γειτονιάς μας.  Ο εκκωφαντικός θόρυβος, από την πρόσκρουση της πέτρας στα ψηλά κάγκελα που περίζωναν την πλατεία και έσωσαν τους υποστηρικτές της Ιταλίας από τραυματισμό, συμβολικά έδινε και τον ήχο της κορύφωσης του …δράματος.
Ενός δράματος, αλλά και μιας κωμωδίας, που συχνά λάμβανε χώρα στους οικείους χώρους της πλατείας του Αγίου Παύλου και είχε για σενάριο πλήθος κοινωνικές, πολιτικές, αλλά και καθαρά αγωνιστικές διαστάσεις των αθλημάτων και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου. Οι αναφορές στα αθλήματα ήταν ποικίλες και περιοδικές, ανάλογα την συγκυρία και το αθλητικό γεγονός που βρισκόταν σε εξέλιξη: Μουντιάλ, Κύπελλο Εθνών Ευρώπης, Ολυμπιακοί αγώνες, μπάσκετ, πόλο, φόρμουλα 1 (!!!!), τουρνουά τένις Γουίμπλετον, κολύμβηση, πόλο, με αδιαμφισβήτητο άρχοντα όμως, το ποδόσφαιρο, την πολυδιάστατη αγάπη για την στρογγυλή θεά, την μπάλα.

Άλλωστε, η πλατεία του Αγίου Παύλου, είχε καθιερωθεί ως το απόλυτο γήπεδο της γειτονιάς. Έτσι και αλλιώς, ζούσαμε σε μια μέση εποχή, όπου οι αλάνες των προηγούμενων δεκαετιών του ΄40 και του ΄50, είχαν ήδη από την δεκαετία του ΄60, μεταμορφωθεί με την εγκληματική καραμανλική και χουντική «ανοικοδόμηση», σε γκρίζες θεόρατες πολυκατοικίες. Μεγαλώναμε, κυριολεκτικά, μέσα στα αποτελέσματα της «Ελλάδας της αντιπαροχής και της εργολαβίας» και οι χώροι για παιγνίδι και αθλητισμό ήταν από ανύπαρκτοι έως ελάχιστοι, αλλά σίγουρα αυτοσχέδιοι. Από την άλλη, οι οργανωμένοι τόποι άθλησης για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, μόλις άρχισαν να δημιουργούνται στην Αθήνα - περισσότερο όμως σε πιο προνομιούχες περιοχές και Δήμους και όχι στον Άγιο Παύλο.   Μια ιστορική, δηλαδή συνοικία, η οποία όμως από τότε άρχιζε να αντιμετωπίζει τις αντιφατικές πλευρές που βιώνουν οι περιοχές, μέσα  στον ασφυκτικό αστικό κλοιό του κέντρου της Αθήνας: «δέκα λεπτά με τα πόδια απ΄την Ομόνοια», όπως λέγαμε. Ήταν σπουδαίο, για την συνοικία, πως ήμασταν …κέντρο - απόκεντρο. Μια τυπικά ζεστή, μικρή και φιλική γειτονιά, αλλά με το …προνόμιο να είμαστε και δίπλα στο κέντρο των εξελίξεων, των συγκοινωνιών και του φανταχτερού κόσμου της πολύβουης πολιτείας. Πάντως, σίγουρα, η θέση της γειτονιάς μας, ήταν κεντρική στον παιδικό και αργότερα εφηβικό συναισθηματικό μας κόσμο που δομούσε πολλές πλευρές του, με σημείο αναφοράς την πλατεία που μεγαλώναμε.

…Ο Πάολο Ρόσσι, λοιπόν, τελείωνε την Βραζιλία από το Μουντιάλ του 1982 και  η σκηνή που περιγράψαμε συμβόλιζε μια προαιώνια διαμάχη στην ποδοσφαιρική μυθολογία της γειτονιάς : «Δυτικό ποδόσφαιρο» με Λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα Βραζιλιάνικο! Σε όλα τα Μουντιάλ, οι παρέες της πλατείας, δημιουργούσαν αντιπαλότητα, ευφυή επιχειρήματα, συμμαχίες και …σάτυρα, γύρω από το φλέγον θέμα. Υπήρχαν, οι …φιλοδυτικοί ποδοσφαιρόφιλοι και οι Βραζιλιάνοι ή και οι φιλοβραζιλιάνοι, αλλά και οι …κρυφοβραζιλιάνοι. Από την μια, το ιστορικό ποδόσφαιρο της γηραιάς Ηπείρου, με τις ρίζες, την κουλτούρα και τις ποικίλες παρακαταθήκες του και από την άλλη, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο με το θέαμα, τον ερασιτεχνικό επαγγελματισμό του, τον παλμό της εξέδρας και τους μυθικούς έως και τραγικούς ήρωες του, μεγαλωμένους στην παραλία του Ρίο και τις φαβέλες των πόλεών του.  

Οι «δυτικοί» λοιδορούσαν τους «βραζιλιάνους», αναφερόμενοι στην επιδειξιομανία των ποδοσφαιριστών, στην έλλειψη «επαγγελματισμού», στην αδυναμία θεωρητικοποίησης του ποδοσφαίρου και παραγωγής τεχνικών συστημάτων.  Άλλωστε τα παραδείγματα για την ανωτερότητα της Ευρώπης, ήταν ατράνταχτα: Από την αγγλική παράδοση των συστημάτων και της τακτικής, στην αυστριακή «Βούντερτιμ» («η ομάδα-Θαύμα»), που εντυπωσίαζε τη δεκαετία του '30, τον Χελένιο Χερέρα και το θρυλικό ιταλικό κατενάτσιο, την Εθνική Ουγγαρίας του Πούσκας, την Γερμανία με τους αδάμαστους ποδοσφαιριστές, έως την ομάδα μύθο της εθνικής Ολλανδίας με το ... «ολοκληρωτικό» και πρωτοποριακό ποδόσφαιρο, που αποτέλεσε βάση του σύγχρονου ποδοσφαίρου, πολλά χρόνια πριν.  
Πως μπορούσε να συγκριθεί η «επιστήμη» του ποδοσφαίρου, με τα … «τσίρκα» της Βραζιλίας, που αντιμετωπίζονταν περίπου, ως οι Χάρλεμς του ποδοσφαίρου, δηλαδή ως μια εθνική ομάδα επίδειξης ταλέντων, που κέρδιζαν τον θαυμασμό επειδή στόχευαν στο συναίσθημα, στην βιτρίνα, στο σκέρτσο και όχι την ουσία; Ένα ανώριμο και εφηβικό ποδόσφαιρο, δηλαδή, που γεννά μεν ερωτισμό, δεν κατέχει όμως την σοφία και την σιγουριά της ωριμότητας.
Το αντίπαλο «στρατόπεδο» συμπεριλάμβανε και του δημοσιογράφους του … «βραζιλιάνικου λόμπυ» με επικεφαλής τον …Γάλλο Γιάννη Διακογιάννη, τον Γιάννη Αργυρίου και πολλούς άλλους. Οι υπερβολικές περιγραφές των αγώνων της Βραζιλίας, για την σάμπα και την ρούμπα, τον ξέφρενο ρυθμό του ποδοσφαιρικού Ρίο, τις βραζιλιάνες, το χρώμα και την φαντασία, τα χαμίνια του Σαο Πάολο, κ.α, εκνεύριζαν τους Ευρωπαίους μας. Θεωρούσαν – και ορισμένες φορές ήταν αλήθεια – πως οι δημοσιογράφοι περιέγραφαν πάντα την Εθνική Βραζιλίας, με το ίδιο ύφος και θαυμασμό, ανεξάρτητα, από το θέαμα που έβλεπαν, παρασυρόμενοι από μια διαχρονική και απόλυτη αίγλη του Βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, που ήταν αδύνατο να αλλάξει με τα χρόνια.

Από την άλλη, όλες οι κατηγόριες της Δύσης, γέμιζαν περηφάνια τους «Βραζιλιάνους».             Η φαντασία, το ταλέντο, ο έρωτας και το λατινοαμερικάνικο πάθος, στην ποδοσφαιρική εξουσία.  Μακριά από την μηχανοποιημένη και υπερ-λογική Δύση, της πειθαρχίας, του στυγνού επαγγελματισμού και των αγέλαστων ποδοσφαιριστών, υπήρχε η αναρχική διάσταση του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, η απαντοχή των φτωχών αγοριών που άγγιζαν το όνειρο της επιβίωσης και της καταξίωσης, μέσα από την ίδια την φύση τους που ήταν ταυτισμένη με την στρογγυλή θεά. Το ποδόσφαιρο, δεν είναι ένα απλό άθλημα, αλλά μια πανδαισία, εικόνων και χρωμάτων, ευρηματικότητας και ελευθερίας. Άλλωστε, οι ποδοσφαιριστές της Δύσης και ιδιαίτερα οι αγγλοσάξωνες δεν ήταν ποδοσφαιριστές… αλλά αθλητές, ενώ ο ποδοσφαιριστής είναι κάτι άλλο, ο ποδοσφαιριστής παίζει μπάλα, κάνει παιγνίδι δηλαδή με την στρογγυλή θεά, και το παιγνίδι ξεκινά από τα παιδιά, που έχουν φαντασία και απρόβλεπτη συμπεριφορά.
Ανάμεσα, στην πόλωση αυτή, υπήρχαν και οι …«συνθετικοί». Αυτοί δηλαδή, που υποστηρίζανε «λατινογενείς» ομάδες της Ευρώπης: Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία. Ιδιαίτερα, οι δύο τελευταίες, καθώς η Ιταλία, αλληθώριζε περισσότερο στην δυτική λογική, αλλά αποτελούσε και την δεύτερη επιλογή πολλών οπαδών της Δυτικής Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ολλανδίας, της Δανίας, κλπ, όταν οι ομάδες τους αποκλείονταν σε κάποια φάση της διοργάνωσης. Τα ισχυρά επιχειρήματα, των λατινογενών, συνοψίζονταν στον απλό και αυτονόητο λόγο, πως το ποδόσφαιρό τους συνδύαζε το παθιασμένο και φαντεζί χαρακτήρα των Λατινοαμερικάνων, με τις καλύτερες παραδόσεις της οργάνωσης και της συστηματοποίησης του δυτικού ποδοσφαιρικού «διαφωτισμού».
Μια ιδιαίτερη, περίπτωση αποτελούσε η Εθνική ομάδα της Γαλλίας, η οποία παραδινόταν στην χλεύη των άλλων Ευρωπαίων, καθώς αρέσκονταν οι οπαδοί της και το ποδοσφαιρικό στερέωμα, στον χαρακτηρισμό… «μικρή Βραζιλία». Και μόνο αυτό ήταν αρκετό, για την αντιπάθεια που αντιμετώπιζε, παρά τους μεγάλους ποδοσφαιριστές που κατά καιρούς, ανέδειξε.

Η πολιτική εισχωρούσε, αντιφατικά, στο ποδόσφαιρο, όταν παρατηρούσες ότι, αριστεροί φίλοι μας, εκθείαζαν δυτικές ποδοσφαιρικές ομάδες, αντί να είναι με το «αντι-εξουσιαστικό» ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής, του Tσε, του Αλιέντε, της Ιντεπεντιέντε (της ομάδας που το όνομά της συνδέθηκε με την εθνική ανεξαρτησία, από την ιμπεριαλιστική εξάρτησης της Δύσης και των Αμερικάνων), του Μαραντόνα, κα.
Από την άλλη, δεξιοί φίλοι μας, παραδίνονταν σε μια ποδοσφαιρική αιρετική, «αριστερή» ματιά του ποδοσφαίρου, γοητευμένοι από την γνήσια λατινοαμερικάνικη και θεαματική «επανάσταση» του ποδοσφαίρου.  

                                                                   Συνεχίζεται…
Στο επόμενο : Οι αρμάδες του σοβιετικού θαύματος, το πνεύμα του «ελεύθερου κόσμου» και οι brigate rossonere


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου